- ρουφηγματιά
- ρουφηγματιά, η και ρουφηξιά, ηόσο μπορεί κανείς κάθε φορά να ρουφήξει: Ήπιε μια ρουφηξιά κρασί και ζωντάνεψε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουφηγματιά — η, Ν [ρούφηγμα, ατος] η ποσότητα που ρουφά κανείς κάθε φορά … Dictionary of Greek
ρουφηξιά — η, Ν 1. η ρουφηγματιά 2. η ποσότητα τού καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά τού τσιγάρου 3. φρ. «με μια ρουφηξιά» μονορούφι, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ τού αορ. ρούφηξα τού ρουφώ + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά)]· … Dictionary of Greek